βάγιλος

βάγιλος
ο
βλ. βάιλας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • βάιλας — ο (AM βαΐουλος, Μ βάιλος και βάγιλος και βάγυλος) παιδαγωγός μσν. νεοελλ. υπηρέτης μσν. 1. τίτλος του διπλωματικού αντιπροσώπου της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη 2. αντιπρόσωπος της Βενετίας με διοικητική πληρεξουσιότητα 3. ο αντιβασιλέας της… …   Dictionary of Greek

  • βαγιλίζω — και βαγιουλίζω και βαϊλίζω και βαγιολίζω (Μ βαγιλίζω) περιποιούμαι, φροντίζω νεοελλ. 1. νανουρίζω 2. κολακεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βαγιλίζω < ουσ. βάγιλος, το δε βαϊλίζω < ουσ. βαΐλας, ενώ το βαγιολίζω < βάγιο, παρετυμολογικά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”